- τροφιμαῖος
- τροφ-ῐμαῖος, α, ον,A reared at home:
αἱ τ.
the daughters of the house,Ph.
2.443 (v.l. for τροφίμαις).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αἱ τ.
the daughters of the house,Ph.
2.443 (v.l. for τροφίμαις).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροφιμαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που τρέφεται στο σπίτι, οικόσιτος 2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ τροφιμαῑαι τα κορίτσια τού σπιτιού, οι θυγατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόφιμος + κατάλ. αῖος*] … Dictionary of Greek